- κοδύμαλον
- κοδύμᾱλον [ῠ], τό,A quince or medlar, Alcm.90; = κυδώνιον, Hsch., who has [full] κοδώνεα, τά, winter figs, or a kind of καρύαι Περσικαί.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοδύμαλον — κοδύμαλον, τὸ (Α) κυδώνι ή μούσμουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
κοδύμαλον — quince neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοδύμαλα — κοδύμαλον quince neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδώνιος — κυδώνιος, ία, ον (Α) 1. μτφ. φουσκωμένος σαν κυδώνι («κυδώνια τιτθία», Αριστοφ. 2. (κατά τον Ησύχ.) «κυδώνιον μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον...» 3. φρ. «κυδώνιον μῆλον» ο καρπός τής κυδωνιάς, το κυδώνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στο ουδ.… … Dictionary of Greek